13/10/08

Μια ιστοριούλα: "Η ΖΩΗ"

Είχε δουλέψει πολύ για να στήσει και να ορθοποδήσει την επιχείρησή του.Στην αρχή: όνειρα, σκέψη σχεδιασμό και μετά εκτέλεση. Όλα πήγαν κατ΄ ευχήν ή μάλλον, βάσει σχεδίου.Ήταν ίσως η πρώτη φορά που έπιανε τον εαυτό του χωρίς πρόγραμμα, χωρίς κάποιο ραντεβού, μια συνάντηση. Κανέναν δεν περίμενε και κανείς δεν τον περίμενε.Κοντά σαράντα πέντε χρόνια αγώνας και τρέξιμο, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Δεν του επιβαλλόταν, το επιζητούσε. Από την αρχή η επιχείρηση πήγαινε πολύ καλά, θα μπορούσε αν ήθελε να μοιράσει κάποιες υποχρεώσεις και καθήκοντα και να κάνει τη ζωή του πιο εύκολη, πιο ανθρώπινη, να νοιώσει την αίσθηση της ελευθερίας και της σπατάλης του χρόνου, για πράγματα μικρά κι ανθρώπινα. Ν' αφήσει τον εαυτό του ελεύθερο, να αφεθεί σε παρορμήσεις της στιγμής, ανόητες, ίσως, αλλά και τόσο αναγκαίες, για … άλλους.Πήρε τηλέφωνο στο γραφείο. Λόγια ανούσια, διαδικαστικά, με προσοχή μη δείξει στον «διάδοχό» του έλλειψη εμπιστοσύνης. 

 
Αλλωστε, τον συμπαθούσε πολύ, και ήταν σίγουρος ότι θα τα βγάλει πέρα. Τόσα πτυχία και διδακτορικά, αλίμονο, και από χαρακτήρα; «Πουλιά στον αέρα έπιανε». Αλλά και κείνος τον αντιμετώπισε με ευγένεια, προσέχοντας να μη δείξει ότι αντιλαμβάνεται το αδιέξοδό του, την αμηχανία και την αδυναμία του να αντιμετωπίσει αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση. Όλοι το 'λέγαν στο γραφείο, ότι θα δυσκολευόταν πολύ με τη συνταξιοδότηση. Πρώτος πήγαινε, τελευταίος έφευγε με ατέλειωτα ραντεβού, συνεντεύξεις και παρουσιάσεις στα κανάλια ενδιάμεσα. Ήταν και πολύ συμπαθείς στους δημοσιογράφους, καθαρά «τηλεοπτικός τύπος», σφαγή γινόταν ποιος θα τον έχει στο τραπέζι του, ειδικά κατά τις προεκλογικές περιόδους οι αναλύσεις του και οι δημοσκοπήσεις της AMETRON, ήταν ότι πιο έγκυρο και πάντα μέσα στις προβλέψεις της («του» δηλαδή, γιατί η πείρα του ήταν ο παράγοντας που συμπλήρωνε τους μαθηματικούς τύπους και τις τάσεις). Ακουσε μερικές φορές να τον λένε πίσω από την πλάτη του «ο τυχεράκιας γερομαγκούφης». Δεν αντιδρούσε, το δεχόταν, άλλωστε ήταν επιλογή του να μην παντρευτεί, να μην κάνει παιδιά, να έχει μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού φίλους, που μπορεί μάλιστα να έκανε να τους δει και μήνες. Ήταν στρατευμένος σε αυτό που έκανε, ήταν όλη του η ζωή, ο εαυτός του. Τα είχε ζυγιάσει –τουλάχιστον έτσι νόμιζε-. Γυναίκα, παιδιά, οικογενειακές υποχρεώσεις και καθήκοντα, ήταν λέξεις που τον τρομοκρατούσαν. «Εδώ καλά καλά δεν μπορώ να συμφιλιωθώ με μένα, για τέτοια είμαι τώρα;» έλεγε στους φίλους του, όταν η συζήτηση πήγαινε εσκεμμένα σε γνωριμίες και «μιλημένα» συνοικέσια. Αυτός είχε το δικό του παιδί την ΑΜΕΤΡΟΝ και χαιρόταν που το έβλεπε καθημερινά να δυναμώνει να θεριεύει και να έχει πάντα την πρωτιά στις προτιμήσεις. Αυτή ήταν η χαρά του, η οικογένειά του, το σπίτι του. Ακόμα και οι διακοπές του ήταν μέρος της δουλειάς του. Η παρέα διαλεγμένη για μελλοντικές συνεργασίες, συζήτηση προτάσεων και σχέδια, σχέδια, κι άλλα σχέδια για την καινούρια χρονιά, που σχεδόν πάντα περιελάμβανε είτε εκλογές, είτε ανακατατάξεις στις κομματικές προτιμήσεις του πελάτη όλων τους, του λαού. Αυτόν το λαό, πόσο τον είχε μελετήσει όλα αυτά τα χρόνια. Γνώριζε τις αντιδράσεις του σε κάθε περίπτωση, σε κάθε γεγονός, σε κάθε πολιτική εξέλιξη ή γκάφα. Εβαζε στοίχημα με φίλους(;) για το τι θα γράφουν τα trailer των δελτίων και το τι θα λεν, οι ξαφνιασμένοι από το «απειλητικό» μικρόφωνο, πολίτες στο δρόμο. Οι σχέσεις του: Ένα, ενάμισυ, άντε το πολύ δυο χρόνια. Αχρωμες, άοσμες και τελειωμένες από τα γεννοφάσκια τους, αλλά καθόλου αδιάφορες: Κουλτουριάρες σχεδιάστριες (η αδυναμία του), «δημοσιοσχετίστριες» (τις βαριόταν συνήθως νωρίς), δημοσιογράφοι (καταξιωμένες-ονόματα), μέχρι και με βουλευτίνα τα είχε για ένα διάστημα (η μόνη φορά που τον εκμεταλλεύτηκαν επαγγελματικά -εν αγνοία του!). Η αλήθεια είναι ότι ποτέ του δεν αισθάνθηκε ερωτευμένος, ποτέ του δεν είχε ξεστομίσει «γλυκούς ερωτικούς μονολόγους, με το βλέμμα να διασχίζει το πλανητικό μας σύστημα και να συνεχίζει απλανές και αταλάντευτο για τον επόμενο γαλαξία.», κάπου το είχε διαβάσει και το επαναλάμβανε συνήθως για να περιπαίξει την παιδικότητα της κατάστασης και της γλώσσας. Κάπως έτσι πέρασε η ζωή του.«Περασμένα μεγαλεία…» Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του, «ο κος ετών εβδομήκοντα» μονολόγησε και έκανε την πρώτη του επανάσταση: Δεν ξυρίστηκε. Φόρεσε κάτι ζεστό, είχε μπει για τα καλά το φθινόπωρο φέτος, με βοριάδες που έριξαν τη θερμοκρασία απότομα, μάλιστα είχε ακούσει ότι στα βόρεια είχε χιονίσει κιόλας. Πήρε το παλτό του και βγήκε. Μπήκε βαριεστημένα στο πρώτο ταξί που βρήκε και ζήτησε να πάει παραθαλάσσια.Κατέβηκε. Περπάτησε για λίγο κάνοντας επιδέξια ζιγκ ζαγκ αποφεύγοντας τις λακκούβες και τα σχισίματα στο σμπαραλιασμένο πλακόστρωτο. Ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά, και καθώς ήταν απέναντί του, τον ένοιωθε να τον αγγίζει και να του χαϊδεύει ζεστά το πρόσωπο, «κάτι κατάλαβε» σκέφτηκε και κάθισε στο πρώτο παγκάκι που βρήκε ελεύθερο, ένα μέτρο από τη θάλασσα.Δεν θυμόταν να το είχε ξανακάνει. Δεν θυμόταν ποτέ να είχε κοιτάξει τη θάλασσα έτσι, χωρίς να σκέφτεται κάτι άλλο. Αυτός και η θάλασσα. Παραξενεύτηκε.Δεν είχε φάει τίποτα από το πρωί, το στομάχι του άρχισε να διαμαρτύρεται. Κοίταξε αριστερά του. Μια καντίνα στα εκατό μέτρα, τον …καλούσε. «Τι ποιο ωραία και υγιεινό από ένα βραστό λουκάνικο για πρωινό» σκέφτηκε και χαμογέλασε. Έκανε να σηκωθεί. Καθώς έγειρε να στηριχθεί στα δεξιά του για να σηκωθεί, την είδε. Κάτω από το παγκάκι και δίπλα στα πόδια του μια σκελετωμένη, γεμάτη παράσιτα σκυλίτσα χαιρόταν και αυτή τον ήλιο και την απροσδόκητη συντροφιά εκείνου του ανθρώπου. Εκανε μια κίνηση να τη διώξει, αλλά δεν την ολοκλήρωσε. Τον κοίταξε στα μάτια, μαγνήτισε το βλέμμα του. Κάτι υγρά καφετιά ματάκια με σκούρο περίγραμμα, που καθρέφτιζαν μέσα τους το γαλάζιο της θάλασσας και το χρυσαφί του ήλιου, και που η υγρασία τους λειτουργούσε σαν συνδετικό υπόστρωμα στο ζεστό και το κρύο των χρωμάτων, σαν μια ομίχλη, σαν ένα τούλι, που σου κρύβει ακριβώς ότι και όσο πρέπει από την ομορφιά και σου δημιουργεί την περιέργεια και την ανυπομονησία της ολοκληρωτικής αποκάλυψης. Μαγεύτηκε. Τη χάιδεψε στο λακάκι πάνω από τα μάτια. Το κούνημα της ουρά της σα γεννήτρια του μετάδωσε μια ζεστασιά, μια ανταπόδοση αγάπης. Τόσο απλά, με τόση απλοχεριά, αρκούσε που δεν την έδιωξε, που δεν την κλώτσησε. Κοίταξε τον ήλιο. Του φάνηκε τόσο φωτεινός, αλλά αυτή τη φορά δεν του ζέσταινε το πρόσωπο. Συνέχισε να τον κοιτάει σα να ήθελε να τον διαπεράσει και να ταξιδέψει το βλέμμα του στο επόμενο πλανητικό σύστημα και στον επόμενο γαλαξία. Ένοιωσε μια γαλήνη και μια ευχαρίστησε πρωτόγνωρη, κατευναστική. Το στερητικό της δουλειάς φαινόταν να τον είχε εγκαταλείψει. Καλημέρισε κάποιον που πέρασε από μπροστά του κοιτάζοντάς τον περίεργα και κουνώντας το κεφάλι του. Χάρηκε που ο άγνωστος ανταποκρίθηκε στην καλημέρα του, άσχετα που του είπε: «Καλημέρα κε Αλτσχάιμερ». Γέλασε μάλιστα, του φάνηκε αστείο. Η σκυλίτσα είχε πια στρογγυλοκαθίσει στα πόδια του, βέβαιη για τις αγαθές προθέσεις του. Την κοίταξε. «Θα σε λέω ΖΩΗ» της είπε. Την ξανακοίταξε. Τα κόκκαλά της εξείχαν. Το στομάχι του συνέχιζε να διαμαρτύρεται. «Ζωή, αγάπη μου, θες να σου κάνω το τραπέζι με «βρώμικο;». Σηκώθηκε σιγά. Χωρίς να την κοιτάει κατευθύνθηκε προς την καντίνα. Μετά από δέκα μέτρα γύρισε, κοίταξε πίσω του και χαμογέλασε ευχαριστημένος.
Η "Ζωή" τον ακολουθούσε ακόμα …

Δεν υπάρχουν σχόλια: